Στα συνοικιακά καφενεία, τα καταγώγια και τους τεκέδες του Πειραιά χτυπούσε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η καρδιά του ρεμπέτικου.Αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης:
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος…. Παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες…. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Γύφτικα, στο Χατζηκυρειάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. …, σε κάθε καταγώγιο και σε κάθε καφενείο έπρεπε να είναι κρεμασμένα 3-4 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για το σκυλολόι (πελάτες) που εσύχναζαν μέσα, όχι όμως στα κεντρικά, μόνον στα συνοικιακά. Διότι για να είχες τότε καφενείο, έπρεπε να ήσουν μούτρο, δηλαδή να ήσουν του κουρμπετιού και να είχες εγκληματίσει απαραιτήτως.
Σε αυτά τα καφενεία, δε σταματούσε μέρα-νύχτα το μπουζούκι από τους κοπρόμαγκες και τους γνήσιους μάγκες. Επίσης στου Καραϊσκάκη, στα υπόστεγα στον Πειραιά, στου Τσελέπη, το μπουζούκι ήταν στην ημερήσια διάταξη, πενιές της φυλακής από ανέκδοτους συνθέτες… Μέρα και βράδυ όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαρλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κανά παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο-φυλακή… Δεν υπήρχανε, τότες, μπουζουξήδες επαγγελματίες. Μόνο παλιοί μάγκες έπαιζαν μπουζούκι, παλιοί κατάδικοι, γεροντόμαγκες, παλιοί τεκετζήδες, μόρτηδες και άλλοι της πιάτσας… [1]
Σε αυτά τα καφενεία, δε σταματούσε μέρα-νύχτα το μπουζούκι από τους κοπρόμαγκες και τους γνήσιους μάγκες. Επίσης στου Καραϊσκάκη, στα υπόστεγα στον Πειραιά, στου Τσελέπη, το μπουζούκι ήταν στην ημερήσια διάταξη, πενιές της φυλακής από ανέκδοτους συνθέτες… Μέρα και βράδυ όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαρλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κανά παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο-φυλακή… Δεν υπήρχανε, τότες, μπουζουξήδες επαγγελματίες. Μόνο παλιοί μάγκες έπαιζαν μπουζούκι, παλιοί κατάδικοι, γεροντόμαγκες, παλιοί τεκετζήδες, μόρτηδες και άλλοι της πιάτσας… [1]
Στα τραγούδια τους οι ρεμπέτες αναφέρονται σε αρκετούς τεκέδες και τεκετζήδες, άλλοτε πραγματικούς κι άλλοτε φανταστικούς.
1. Ο τεκές του Καρίπη
Ο Γιώργος Κατσαρός, που χρονολογικά προηγείται όλων των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου, ήδη από το 1905, προτού φύγει για την Αμερική, παίζει κιθάρα και τραγουδάει επαγγελματικά σε κέντρα της Καστέλας, του Φαλήρου, της Πειραϊκής ακτής και σε διάφορα στέκια της Αθήνας και του Πειραιά. Στον Πειραιά και τη Δραπετσώνα έρχεται σε επαφή με τους μάγκες και γνωρίζει τους χώρους που συχνάζουν. Το κλίμα αυτής της εποχής μεταφέρουν πολλά από τα τραγούδια που ηχογράφησε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στην Αμερική.
Στο τραγούδι του Χτες το βράδυ στου Καρίπη, αναφέρεται σε έναν από τους παλιότερους τεκέδες του Πειραιά, τον τεκέ του Καρίπη που βρισκόταν δίπλα στον παλιό επιβατικό σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά προς την πλευρά της Δραπετσώνας[2].
2. Ο τεκές του Μάνθου
Σύμφωνα με το Γιώργο Κατσαρό ο τεκές του Μάνθου ήταν ένας από τους παλιότερους και ο πιο ονομαστός τεκές δίπλα στον παλιό επιβατικό σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά προς την πλευρά της Δραπετσώνας. Μάλιστα υπήρχε και σχετικό τραγούδι που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα ανάμεσα στους μάγκες. Όμως ο Κώστας Τζόβενος αναφέρει πως το τραγούδι τουΜέσα στου Μάνθου τον τεκέ γράφτηκε για άλλον τεκέ, τον τεκέ του Μάνθου Γκραβαρά, που λειτουργούσε σε εξοχικό κέντρο στους Άγιους Αναργύρους[2].
Αν είναι όπως τα λέει ο Τζόβενος, τότε ο τεκές του Μάνθου Γραβαρά είναι ίσως ο μακροβιότερος, αφού το σχετικό τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1932 (άρα ο τεκές προϋπήρχε) και έχουμε την αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη ότι υπήρχε τουλάχιστον μέχρι την έναρξη το Β’ παγκόσμιου πολέμου:
Μου λέει ο συγχωρεμένος ο Μάρκος, έτσι κι έτσι δεν πάμε δουλειά, μου λέει, δεν πάμε Ραβάρα; Ήτανε μια μπυραρία προς το Μενίδι, την αγορά και ήτανε τεκές. Πήγαμε ήπιαμε κάτι μπύρες εκεί, παίζανε κάτι σαντουρόβιοι λαϊκοί με πιάνο, ξέρω ‘γω, γλεντήσαμε. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, είναι η ώρα 4:30-5:00. Μόλις ζυγώνουμε στην Αθήνα, ακούμε τις σειρήνες….[3]
Γεμάτος θαυμασμό, ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφηγείται:
Τεκές πραγματικός και κανονικός ήταν του Γραβαρά στο Μενίδι, ο οποίος ήταν άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν. Ότι θα ζητούσες θα το 'βρισκες. Μέσα είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και καθόμαστε στη σάλα. Κατόπι απ’ το μαστούρωμα, το γλυκό ήταν ότι έπρεπε. Κανένα μπακλαβά, κανένα καταίφι, γλύκαινε ο στόμας σου. Όλοι αυτοί οι τεκετζήδες φουμέρνανε. Εκαθότανε κι έκανε δυο, τρεις, πέντε ναργιλέδες, μαστούρωνε κι αυτός. [4]
Ο Γιώργος Μητσάκης λέει ότι ο Μάνθος Γκραβαράς έχει και άλλο τεκέ, Ζήνωνος και Μενάνδρου, κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, σε κτίριο ήδη μισογκρεμισμένο κατά την κατοχή.[2]
3. Ο τεκές του Ζαμπίκου
Αναφορά στον τεκέ αυτό έχουμε στο τραγούδι του Κώστα Τζόβενου Μες του Ζαμπίκου τον τεκέ. Ο ίδιος ο Κώστας ο Τζόβενος, αφηγείται[5]:
Ο Ζαμπίκος είναι στον Πειρααιά. Δεν τον γνώριζα. Εκεί που καθόμαστε στου "Μουρούζη", ήρθε ένα βράδυ ένας από την αγορά. Έμπορος. Αυτός είχε μαζί του μια Ειρήνη. Ήταν η ανηψιά του Ζαμπίκου...
Αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης στο Λευτέρη Παπαδόπουλο:
Εδώ στον Βρυώνη από πίσω, η οδός που πάει για το Τζάνειο. Κανθάρου, ήτανε ο τεκές του Τσαμπίκου. Στην Τερψιθέα, πάλι του Τσαμπίκου. Ο ίδιος δηλαδή, ο Αντρέας. …. Μετά στα Βούρλα άνοιξε.[3]
Και αλλού, αφήγηση του Γιάννη Πολυκανδριώτη:
Μπουζούκι μάθαμε όλοι στην Τερψιθέα. Στον τεκέ του Τσαμπίκου, στη Φραγκολησιά. Εκεί τα μάθαμε όλα. Και να παίζουμε και να πίνουμε[3].
Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες ο Ζαμπίκος είχε τεκέ και στου Ψυρρή[6], ενώ ο Γιώργος Κατσαρός αναφέρει, ότι ο Ζαμπίκος ήτανε ο πιο φημισμένος τεκετζής των αρχών του 20ου αιώνα στη Σύρο.[2]
4. Ο τεκές του Μίχαλου και ο τεκές του Σάλωνα
Αναφέρονται στο τραγούδι του Μάρκου : Ο χαρμάνης. Αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης:
Έχουμε τον άλλονα, του Σάλωνα του Γιώργου, ακριβώς στα σκαλάκια που πάμε για τον Άγιο Διονύση. Στα Βούρλα, του Γιάννη του Μίχαλου»[3].
Και ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του:
Ο τεκές του Σάλωνα ήτανε δυο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήτανε οι πρόσφυγες. …Ο Σάλωνας ήταν πάντοτε ντυμένος πολύ καλά. Με τα δαχτυλίδια του, με το κουστούμι του. Κύριος. Αυτός ήταν μάλλον από τη Σαλονίκη.
..., ο (Νίκος) Αϊβαλιώτης… εσύχναζε κι αυτός στους τεκέδες, ένα βράδυ συναντηθήκαμε στον τεκέ του Μίχαλου στα Χιώτικα Πειραιώς, έναντις των Βούρλων.
… Τα ίδια ήταν και του Μίχαλου. Μια παραγκούλα με διάφορα παραγκάκια εκεί όπου έμενε αυτός μέσα με τη γυναίκα του. Στου Μίχαλου πηγαίνανε οι πιο φίνοι μάγκες. Στου Σάλωνα πηγαίνανε οι πιο φουκαράδες ενώ στου Μίχαλου οι πιο λεφτάδες, οι πιο ντερβίσηδες οι πιο καλοί[4].
Και ο Μπαγιαντέρας:
-Εσείς πότε πήγατε για πρώτη φορά σε τεκέ, για να μας τον περιγράψετε;
-Να σας πω. Κάποιο βράδυ, κάποιος άλλος, … γίνεται μια εορτούλα, μου λέει, σ' ένα μαγαζί, στου Μίχαλου, χωρίς να μου πει ότι είναι τεκές και τέτοια, ξέρω 'γω τί. Εγώ, όμως, έλα που είχα ακουστά. …, και πήγα, έπαιξα τρία τέσσερα τραγουδάκια έτσι κι έφυγα[3].
Και σε άλλο σημείο:
Γιατί το πρώτο τραγούδι του Μάρκου έλεγε χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί,… Βγήκανε οι πλάκες αυτές στην κυκλοφορία, ακούει η αστυνομία στου Μίχαλου πάω να φουμάρω, ποιος είν’ ο Μίχαλος, που είν’ ο Μίχαλος, ξέρω 'γω τι, βγήκε το άντρο του στην επιφάνεια[3].
5. Ο τεκές του Σταύρου
Αναφέρεται στο τραγούδι του Μάρκου Κάντονε Σταύρο κάντονε.
Ο Σταύρος (γνωστότερος ως Σταύρακας) είχε τεκέ στα Σίδερα του Πειραιά[6].
Στα Καμίνια ήτανε του Σταύρακα.[3]
Και αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη:
… το '33, '32 μάλιστα, τον ακούω σ' ένα τεκέ στου Σταύρακα, στην Παλιά Κοκκινιά, από κάτω, που περνάει το τρένο της Πελοποννήσου. Και είχε μια μάντρα αυτός, μέσα εκεί, ο Σταύρακας, και είχε τεκέ. Και εμείς, παρέα, με έξι εφτά παιδιά, είχαμε κάτι γκομενίτσες και περνάγαμε από εκείνα τα σίδερα -με συγχωρείς, είχαμε πάει σε κάποια ζούλα εκεί- και ακούμε μέσα στη μάντρα έναν και έπαιζε μπουζούκι. Μου λένε οι καημένοι οι φίλοι μου, Στυλιανέ, μπουζούκι, μου λένε, ξέρω 'γω τι. Δεν ξέραμε ότι ήταν τεκές τώρα μέσα εκεί εμείς. Κάνω έτσι, λοιπόν, από μια τρύπα, και βλέπουμε. Είχανε μια θράκα, λοιπόν, μέσα στη μέση, φωτιά, και ο Μάρκος. Καμιά φορά, λοιπόν, ακούσαμε το όνομα Μάρκος, να πούμε. Ε, Μάρκο, του φωνάζω, λοιπόν, εγώ από τη μάντρα. Μάρκο. Ε, ποιος είναι; Σκοτεινά, ε; Του λέω, εγώ είμαι, ο Στέλιος ο Κηρομύτης. Ελάτε μέσα, ρε, λέει. Μπαίνουμε εκεί μέσα, να πούμε. Τότε ο Μάρκος έφτιαχνε το τραγούδι, "Καν' τόνε Σταύρο", καν' τόνε - γι' αυτόν το είχε βγάλει το τραγούδι, τον Σταύρακα, που είχε τον τεκέ….[3]
Στο ίδιο τραγούδι, αναφέρεται και ο Γιάννης ο αραμπατζής ως "μαγκιόρος" τεκετζής.
6. Ο τεκές του Περδικάκη
Σε τρία τουλάχιστον διαφορετικά τραγούδια, αναφέρεται ο τεκές του Περδικάκη:
α. Στον τεκέ του Περδικάκη, του Κ. Τζόβενου (1935)
β. Απ’ την Πόλη ένας μόρτης του Α. Νταλγκά (1931)
γ. Ένας μάγκας στο Βοτανικό του Σ. Περιστέρη (1933
Αφηγείται ο Κώστας Τζόβενος[5]:
Α! με τον Περδικάκη δεν είχα σχέση. Δεν τον γνώριζα. Κι αυτός στον Πειραιά ήτανε. Είχα ακουστά. Υπήρχε. "
Περισσότερα για τον τεκέ του Περδικάκη, εδώ: http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?t=2846&highlight=%D0%E5%F1%E4%E9%EA%DC%EA%E7
Σε αρκετά άλλα τραγούδια υπάρχουν αναφορές για διάφορους τεκετζήδες, που όμως δε γνωρίζουμε αν ήταν υπαρκτά πρόσωπα ή όχι.
7. Ο τεκές του Φώτη
Aναφέρεται στο τραγούδι του Κώστα Καρίπη Κατινάκι μου για σένα, σε τρεις εκτελέσεις με τη Ρόζα, τη Ρίτα και το Νταλγκά. (Ο Κουνάδης λέει πως ο τεκές του Φώτη αναφέρεται και σε κάποιο άλλο τραγούδι με το Ρούκουνα).
8. Ο τεκές του Μαουνιέρη
Αναφέρεται στο τραγούδι του Τούντα Κουβέντες στη φυλακή με το Στελλάκη. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο: Ο Νίκος Ρούτσος είχε γράψει τους στίχους «Τον τεκέ του Μαουνιέρη μας εστήσανε καρτέρι…» γύρω στο 1918. Τους στίχους αυτούς «ρετουσάρισε» κατά τα γούστα του ο Τούντας στο εν λόγω άσμα…[6]
9. Ο τεκές του Νώντα Αναφέρεται σε τρία κι αυτός τραγούδια:
α. Γεια σου Λόλα μερακλού του Δημήτρη Μπαρούση – Λορέντζου (1934) με τον Κώστα Ρούκουνα.
β. Ένας μάγκας χασικλής του Αντώνη Νταλγκά (1931).
γ. Ο πιτσιρίκος του Γιάννη Δραγάτση με τον Κ. Ρούκουνα (1934).
10. Ο τεκές του Γάκη ή Τάκη
Αναφέρεται στο τραγούδι του Ν. Στάμου Ο κουμπούρας απ’ τη Βάθη με τη Μαρίκα Παπαγκίκα.
Πίσω στο Μοναστηράκι
είν' ένα ένα φαρδύ σοκάκι
και μες στο φαρδύ σοκάκι
είναι ο τεκές του Γ(Τ)άκη
11. Ο τεκές του Ροϊδίτη
Αναφέρεται στο τραγούδι του Σωτήρη Γαβαλά Ο Ροϊδίτης με τη Ρίτα Αμπατζή. Ο Ροϊδίτης του τραγουδιού, αναφέρεται ως «σεβνταλής, και στο μπουζούκι μερακλής» επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι πολλοί από τους παλιούς τεκετζήδες ήταν και μπουζουξήδες.
12. Ο τεκές της Μαριγώς
Αναφέρεται στο τραγούδι Μες στον τεκέ της Μαριγώς του Σπύρου Περιστέρη. Κάποια «Μάρω» αναφέρεται και στο τραγούδι του Ιάκωβου Μοντανάρη «Ο σερέτης» που τραγουδάει ο Γιώργος Κάβουρας:
μες στου ντερβίση τον τεκέ,
που τον πατάει η Μάρω…
13. Ο τεκές του Μπάρμπα-Γιάννη στο Πασαλιμάνι
Αναφέρεται στο τραγούδι του Κώστα Καρίπη Τα χανουμάκια. Στη νουβέλα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη: «Το τάμα της Ανθούλας», διαβάζουμε για έναν «παραλιακό τεκέ», που επισκέφτηκαν οι ήρωές του:
Έκαναν το γύρο της Πειραϊκής, αμίλητοι – κι έφτασαν σ' έναν ήσυχο κολπίσκο, … λίγο πριν απ' τη μικρή γεφυρούλα που φέρνει στων Δοκίμων τη Σχολή, μέσα σ' ένα λιμανάκι γραφικό, προφυλαγμένο απ' όλες τις μεριές ήταν στημένος ο ντεκές του Νταλαβέρη. …Όποιος περνούσε στα γυρω του ντεκέ, δε θά 'βλεπε παρά ένα ξύλινο παράπηγμα, μια ξεβαμμένη κι άθλια παράγκα. Ίσως να το θαρρούσε κι ακατοίκητο. Μόλις όμως προχωρούσες παραμέσα, θα έβρισκες κρυψώνες και σπηλιές κι ένα βαθύ σκοτεινό λαβύρινο, σκαμμένο μες στο βράχο…[7].
14. Ο τεκές του Νικήτα
Αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης:
Το πρώτο μου τραγούδι τόχα γράψει με τον Γ. Παπασιδέρη,... Είχε τον τίτλο «Μες στου Νικήτα τον τεκέ» (ας σημειωθεί ότι στον κατάλογο δισκογραφίας 78 στροφών του Δ. Μανιάτη, δεν έχει εντοπιστεί ο σχετικός δίσκος, αν και στην αντίστοιχη βιβλιογραφική παραπομπή, αναφέρεται ότι πρόκειται για βαρύ και παραπονιάρικο ζεϊμπέκικο, του οποίου προηγείται ωραίο και μεγάλο ταξίμι, είναι σύνθεση του Γιάννη Δραγάτση και ότι ηχογραφήθηκε το 1931).
Χαρμάνης είμαι απ' το πρωί
και πάω να φουμάρω
μεσ' στου Νικήτα τον τεκέ
που 'χει το φίνο μαύρο
Σα μαστουριάσω στα γερά
και έρθω σε μεράκι,
σπάω νταλγκά στο σπλάγνο μου
με το μπαγλαμαδάκι.
Οι μπάτσοι μας πλακώσανε
και πιάσαν το καλάμι
και το Νικήτα πήρανε
και μείναμε χαρμάνι.[1]
Ο Μάθεσης αναφέρει πως ο Νικήτας είναι φανταστικό πρόσωπο[6].
15. Ο τεκές του Νώτη
Αναφέρεται σε ακυκλοφόρητο πιθανόν τραγούδι του Ζαχαρία Κασιμάτη τους στίχους του οποίου βρίσκουμε στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη.
Μέσα στου Νώτη μπήκαμε
και τον Δήμο βρήκαμε,
βρήκαμε και το Μεμέτη
κι αλλους τρες απ' του Τσελέπη.
Είχαν' ένα ναργιλέ
από το Νίτσι καλέ
ναργιλέ με δυο καλάμια
και φουμάρανε τα βλάμια.
Μόλις μας μπανίσανε
τον λουλά γεμίσανε
με δοντιές είκοσι πέντε
και φωτιές τέσσερες -πέντε.
Τον λουλά αδειάσαμε
κι όλοι εμπαφιάσαμε.
Τον φουμάρησε κι ο Νώτης
ο ντερβίσης ο ιππότης.[8]
16. Ο τεκές του Μπακ(χ)ούρου
Αναφέρεται στο τραγούδι του Κωστή: Με πιάνουνε ζαλάδες.
17. Ο τεκές του Πέτρου
Αναφέρεται στο τραγούδι "Το μπουζουκάκι", ένα από τα ελάχιστα χασικλήδικα του Σκαρβέλη:
Φερε μου Πέτρο αργιλέ
παίξε και μπουζουκάκι
για να μου φύγει ο πόνος μου βρ' αμάν αμάν
και να 'ρθει το μεράκι
Πολλών τεκετζήδων τα ονόματα διασώθηκαν από μαρτυρίες ρεμπέτηδων, χωρίς όμως να «αποθανατιστούν» στους δίσκους γραμμοφώνου.
18. Ο τεκές του Ζουάνου
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, λέει:
Ο πρώτος τεκές, έχω ακούσει, ήτανε του Ζουάνου του Καλοκαιρινού, τα λουτρά. Έπαιζε μπουζούκι και χόρευε ζεϊμπέκικο καλό.
Μες στου Ζουάνου την αυλή,
σκοτώσαν ένα χασικλή
Δεν πρόκανα να πάω, αυτός πέθανε[4].
Φαίνεται ότι τους παραπάνω στίχους είχε υπόψη του ο Σωτήρης Γαβαλάς ή Μεμέτης, όταν έγραφε:
Στου Μπεζεστένη την αυλή
σκοτώσαν ένα χασικλή…
ή ο Νταλγκάς όταν τραγουδάει:
Στου Μπάρμπα Γώγου την αυλή
σκοτώσαν ένα χασικλή...
19. Ο τεκές του Γιάννη Πολυκανδριώτη
Αφηγείται ο ίδιος ο Γιάννης Πολυκανδριώτης:
... στα Βούρλα, που λέγανε τότες. Εκεί που ήτανε οι πόρνες. Από κάτω στο Γκάζι. Στην οδό Ταπητουργείου ήτανε το μαγαζί μου. … εγώ δεν πούλαγα μαύρο μέσα στο μαγαζί. Γιατί ήταν πολυτελέστατο μαγαζί. Είχαν ιδιαίτερο μέρος που παγαίνανε και το παίρνανε. … και στον τοίχο είχα κρεμασμένα δεκατρία όργανα. Εκεί μέσα σπουδάξανε ο Μπαγιαντέρας, ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Στράτος...[3]
Ο Φραγκίσκος Ζουριδάκης:
Στον τεκέ του Γιάννη Πολυκανδριώτη, … γνώρισα το Στράτο το 1930[8].
Και ο Στέλιος Κηρομύτης:
Στον τεκέ του Πολυκανδριώτη πηγαίναμε κι εμείς. .... Ο Νίκος Μάθεσης, ο αδελφός του ο Μήτσος, εγώ, ο Μάρκος, εκεί πηγαίναμε[3].
20. Ο τεκές του Γκότση
Αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος:
Ο Θανάσης Γκότσης (πέθανε το 1969) είχε τεκέ στη Φρεατύδα πλάι στου Καλαμπάκα. Η Μαριγούλα ήτανε γκόμενά του[6].
Σύμφωνα με το Νίκο Μάθεση, ο Γκότσης ήτανε μάγκας, φίλος ενός από τους περιβόητους μάγκες του Πειραιά του Κώτσου Κεφάλα, οι οποίοι τον έσωσαν όταν κάποια φορά κάτι κουτσαβάκια ήταν έτοιμα να τον σκοτώσουν:
Για καλή μου τύχη, πέρναγε από κει ο Κεφάλας με το Γκότση. Ο Γκότσης ήτανε φίλος του Κεφάλα, μάγκας κι αυτός. Ο Γκότσης οπλοφορούσε. Μόλις πλησιάσαν κοντά και είδαν οι άλλοι τον Κεφάλα, ήταν τέρμα...[1]
21. Ο τεκές του Γέρο-Μπλέτσα
Αφηγείται ο Γιάννης Πολυκανδριώτης:
Κανείς δεν σου μάθαινε το μπουζούκι. Παγαίναμε στον τεκέ, πιάναμε το μπουζούκι και παίζαμε μόνοι μας. Σ' ένα στενό, εκεί πιο πέρα, έπαιζε κι ο γερο-Μπλέτσας… Τεκέ είχε κι αυτός…[3].
Και ο Νίκος Μάθεσης:
Μετά στην Πειραϊκή. Ήτανε του θείου Λάμπη. Παλιά ισοβίτης. … -Μπλάτσας είναι ο θείος, στην Πειραϊκή[3].
22. Ο τεκές του Σειρηνάκη
Αφηγείται ο Μπαγιαντέρας:
…χτες πήγαμε και ήπιαμε τα τσιμπούκια μας στου Σειρηνάκη[3],
και:
... Ο Στρίγκλας ήταν άνθρωπος του υποκόσμου. Μικρασιάτης στην καταγωγή, έφτασε εδώ το 22, και έμπλεξε στη Δραπετσώνα, στον τεκέ του Σειρηνάκη, που ήταν από τους πιο παλιούς τεκετζήδες του Πειραιά. [9]
και ο Νίκος Μάθεσης:
Εδώ στα Καρβουνιάρικα, εδώ στον Άγιο Νικόλα, ήτανε ο τεκές του Σειρηνάκη[3].
23. Ο τεκές του Μπότακα, ο τεκές του Μαρκεζίνη, τεκέδες στον Πειραιά μετά το 1920[3].
Γιάννης Μαρκεζίνης: Ο τεκές του (τον οποίο είχε συνεταιρικά με το Γιώργο Κερκυραίο) βρισκόταν στην αρχή της οδού Κρεμμυδαρού, στη Δραπετσώνα, λίγα βήματα πιο πέρα από τη θρυλική σιδερένια γέφυρα του Αδίου Διονυσίου (που υπάρχει (?) ακόμη και σήμερα και ενώνει τους δύο δήμους - Πειραιώς και Δραπετσώνος). [9].
38. Ο τεκές του Μπάρμπα Σπύρου
Αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου:
… Ο τελευταίος ήτανε… Ξέρεις που; Στο πλάι που το λένε τώρα Πρεβολάκι στου Μπεναρδή. Στο πλάι εκεί, πούναι τώρα η εκκλησιά η Παναγίτσα… Εκεί είχε ένα βουνό σκουπίδια…. Και στην κορφή των σκουπιδιών, ήτανε ένας τεκές, μια παράγκα… Τόχε ένας γέρος, μπάρμπα Σπύρος…[10].
39. Ο τεκές του Ντανάκουλη
Στο βιβλίο του Ηλία Βολιώτη Καπετανάκη "Μάγκες Αλήστου Εποχής", αναφέρεται ότι ο Μιχάλης Γενίτσαρης για το θάνατο του φίλου του θυμάται καλύτερα από τους άλλους ρεμπέτες, και συνεχίζει:
Το καλοκαίρι του 1944 ο Γενίτσαρης, παίζει με τον Στράτο και τον Δελιά στο υπόγειο στου "Βλάχου", οδός Ζήνωνος και Δεληγιώργη. Παρά την πείνα, ο Ανέστος παίρνει συνεχώς ηρωίνη, φτάνει στην έσχατη εξαθλίωση. Ένα βράδυ φεύγει και πάει στον τεκέ του Ντανάκουλη στο Μεταξουργείο. Τον μαζεύει το πρωί κάρο του δήμου, παγωμένο και άψυχο, έξω από τον τεκέ[11].
Αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης:
Οι τεκετζήδες ήταν μάγκες αλλά όχι νταήδες, δεν ήταν σκυλόμαγκες ποτέ. Ένας σκυλόμαγκας που είχε κάνει χρόνια στη φυλακή δεν έκανε αυτή τη δουλειά, να γεμίσει το λουλά, να τον ανάψει και να τον δώσει σ’ αυτόν που παρήγγειλε, σε άνα μαγκάκι που θέλει να βγει κι αυτός κάτι, να του κάνει τον υπηρέτη[1].
Φυσικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο «ειδυλλιακά» όσο τα παρουσιάζει ο Μάθεσης. Να τι αφηγείται στο Λευτέρη Παπαδόπουλο ο Ιωάννης Κανακάρης υπασπιστής του περιβόητου ενωματάρχη της Ασφάλειας Πειραιώς Γιάννη Γαλιγάλη:
Αρκετές φορές (η αστυνομία συνεργαζόταν με τους τεκετζήδες). Όχι όμως για να πιάνει τους χασικλήδες, αλλά για να συλλαμβάνει τους κλέφτες. … Μόλις, λοιπόν ο τεκετζής έβλεπε στον τεκέ ένα άγνωστο πρόσωπο που είχε πάει για να φουμάρει δήθεν, αλλά στην πραγματικότητα για να κρυφτεί από την Ασφάλεια, …, έκανε το εξής κόλπο: κουνούσε στο παράθυρο του τεκέ μια μικρή σημαιούλα, που την είχε δεμένη μ’ ένα σπάγκο. Κάποιος πιτσιρίκος, που τον είχαμε επιτούτου έξω από τον τεκέ, έβλεπε τη σημαιούλα που κουνιόντα κι έτρεχε αμέσως και μας ειδοποιούσε…[3].
Σημαία κουνούσε ο Σταύρακας, ο Σάλωνας, ο Μίχαλος και πολλοί ακόμα, εξασφαλίζοντας έτσι τα στραβά μάτια της Ασφάλειας….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου