Αναγνώστες

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Περίοδοι του ρεμπέτικου



Τα πρώτα ρεμπέτικα αναφέρονται κυρίως σε παραβατικές πράξεις και σε ερωτικές σχέσεις ενώ το κοινωνικό στοιχείο στην θεματική είναι περιορισμένο.
Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ με κυριότερο εκφραστή τον Μάρκο Βαμβακάρη. Παράλληλα αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα και οι Σμυρνιοί συνθέτες. Το 1937 εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και περίπου την ίδια περίοδο και ο Μανόλης Χιώτης. Το 1936 λογοκρίνεται το τραγούδι του Τούντα "Βαρβάρα". Το 1937 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία. Το περιεχόμενο αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν.

Τραγούδια γράφονται και κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν περνάνε όμως στη δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946. Από τη στιγμή αυτή κυριαρχεί ο Βασίλης Τσιτσάνης μαζί με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανόλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες μένουν όμως στο περιθώριο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πεθαίνουν αρκετοί από τους Σμυρνιούς συνθέτες (πχ. Παναγιώτης Τούντας), οι άλλοι όμως, του πειραιώτικου, είναι εν ζωή και με δυσκολία προσπαθούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους. Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρει στην αυτοβιογραφία του πως "έτρεχε στα νησιά και στα πανηγύρια". Στην δεκαετία του 1940 εμφανίζεται η Σωτηρία Μπέλλου ενώ στην δεκαετία του 1950 εμφανίζονται δύο πολύ σημαντικοί νέοι τραγουδιστές, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Το ρεμπέτικο βρίσκει απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επεκταθεί η θεματολογία του (εμφάνιση αρχοντορεμπέτικων) και να αλλάξουν οι χώροι στους οποίους ακουγόταν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι περισσότεροι ερευνητές τοποθετούν τον θάνατο του ρεμπέτικου.

Στη δεκαετία του 1960 νεκρανασταίνεται το ρεμπέτικο. Τα άρθρα που γράφτηκαν, οι φιλότιμες προσπάθειες αρκετών φοιτητών, ο κορεσμός του κόσμου από τα ινδικά, η ηχογράφηση του Επιτάφιου του Θεοδωράκη το 1960, είχαν ως αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες να αρχίσουν να ηχογραφούν εκ νέου ρεμπέτικα. Ηχογραφήθηκαν μερικά παλιά κυρίως με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Σωτηρίας Μπέλλου. Ρεμπέτες όπως ο Μάρκος και ο Στράτος ξαναβρήκαν δουλειά στα μαγαζιά. Εν τω μεταξύ άρχισαν να διοργανώνονται ρεμπέτικες μουσικές βραδιές όπου ο κόσμος, κυρίως φοιτητές, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει παλιούς ρεμπέτες. Το 1961 ο Χριστιανόπουλος κυκλοφορεί ένα δοκίμιο και διεκδικεί γι' αυτό τον τριπλό τιμητικό τίτλο: της πρώτης ρεμπέτικης βιβλιογραφίας, της πρώτης ανθολογίας ρεμπέτικης στιχουργίας και, ως προς την ανατυπωμένη του μορφή, της πρώτης μονογραφίας επί του αντικειμένου. Το 1968 κυκλοφορεί το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου "Ρεμπέτικα Τραγούδια". Το βιβλίο που, μάλλον, καθιέρωσε τον όρο "ρεμπέτικα" για τα τραγούδια αυτά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πεθαίνουν μερικοί από τους μεγαλύτερους ρεμπέτες (Στράτος 1971, Μάρκος 1972).
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν να δισκογραφούν οι περισσότεροι ρεμπέτες, εκδίδονται βιογραφίες (Βαμβακάρης 1973, Ροβερτάκης 1973, Ρούκουνας 1974, Τσιτσάνης 1979, Μουφλουζέλης 1979 κ.λ.π) και εμφανίζονται πολλές ρεμπέτικες κομπανίες. Ταυτόχρονα ιδρύονται κέντρα για την μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού και οι πανεπιστημιακοί λαογράφοι αρχίζουν να το μνημονεύουν.
Τη δεκαετία του 1980 γυρίζονται ταινίες (Ρεμπέτικο του Κ. Φέρρη με τραγούδια των οποίων η θεματολογία και η μουσική προσομοιάζουν σε αυτά των ρεμπέτικων.), τηλεοπτικές σειρές (Μινόρε της Αυγής), επιθεωρήσεις (Μινόρε της Αλλαγής).
Το 1984 πεθαίνει ο Βασίλης Τσιτσάνης και η κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη.
Το ρεμπέτικο καταχωρίζεται ως έγκυρο μουσικό είδος σε έγκυρα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας (The New Grove Dictionary of Music and Musicians, The New Oxford Companion to Music).
Ιδρύονται μουσεία, διοργανώνονται συνέδρια, εγκρίνονται μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές.
Μερικοί υποστηρίζουν πως το ρεμπέτικο πέθανε. Κάποιοι όμως λένε, πώς μπορεί να θεωρηθεί νεκρό ένα είδος τραγουδιού το οποίο τραγουδιέται ακόμη;

Με την περιοδολόγηση του ρεμπέτικου ασχολήθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Στάθης Δαμιανάκος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Στάθης Gauntlett και οι ερευνητές του Κέντρου Έρευνας και Μελέτης Ρεμπέτικων

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Στοιχεία Ιστορίας του ρεμπέτικου τραγουδιού

Πειραιάς Στο κέντρο ο Μπάτης, διακρίνονται ο Γ. Παπαϊωάννου, ο Στράτος Παγιουμτζής 
γράφει ο Γεώργιος Μ. Ζησιμόπουλος
   
                 Ι. ΣΤΙΧΟΙ


Αξιοπαρατήρητο είναι ότι στους στίχους του Ρεμπέτικου παρά το ότι στις αρχικές τουλάχιστον φάσεις της διαμόρφωσης του οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με αυτό δεν είχαν σχολική παιδεία, δεν παρατηρούνται σφάλματα. Το νόημα δίνεται με σαφήνεια, χωρίς ακροβατισμούς, χάσματα, και συντακτικά λάθη. Την απάντηση θα την χαρακτηρίζαμε απλή: Οι στίχοι του πατούν στέρεα στη Δημοτική παράδοση της οποίας υπήρξαν συνέχεια στον αστικό χώρο. Στα πρώτα τραγούδια του είδους έχουν ενσωματωθεί αυτούσιοι στίχοι από το δημοτικό τραγούδι. Σε πολλά τραγούδια για παράδειγμα του Μάρκου Βαμβακάρη συναντάμε στίχους όπως «ο βράχος ο ξερόβραχος λίγο νεράκι στάζει μα η δική σου η καρδιά μήτε του βράχου μοιάζει» ή «ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος».
Σε τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη υπάρχει ο στίχος «Στα όρη βγαίνει η κάπαρη τα λόγια σου είναι ζάχαρη». Ακόμα στη συλλογή του Claude Fauriel «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια» ευρίσκεται ο στίχος «Το στήθος μου κατάντησε βασάνων κατοικία» ο οποίος συναντάται και σε αμανέδες. Στο δε «Ρωμαίικα τραγούδια» του Arnoldus Passow στον αριθμό 145 υπάρχει  το δίστιχο «βάρει μου με το στιλέτο/κι όσο αίμα βγάλω πιε το». Το ίδιο υπάρχει αυτούσιο σε ηχογράφηση της Αμερικής, με το Γιάννη Ιωαννίδη που  έχει τον τίτλο «Από κάτω απ’ τις ντομάτες». Ο στίχος «Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα, και τα δέντρα για νερό» στον «Απόκληρο» του Τσιτσάνη τον συναντούμε ελαφρά αλλαγμένο σε πατινάδα με την μορφή «κλαίνε τα δέντρη για νερό και τα πουλιά γι αέρα» [1]Η στιχουργία του ρεμπέτικου δεν απετέλεσε βεβαίως στείρα μίμηση του Δημοτικού τραγουδιού. Προχώρησε μόνη της και χωρίς να κόψη τους δεσμούς με την αφετηρία της απέκτησε τη δική της ταυτότητα και κατέκτησε αυθυπαρξία απέναντί της. Το ίδιο όπως συνέβη και με Δημοτικό έδωσε τα δικά της δείγματα υψηλής εκφραστικής αρτιότητας.

      II. ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ο στιχουργός του ρεμπέτικου απλώς περιέγραφε τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Δεν έψαχνε
Ο Δημήτρης Σέμσης και η Ρόζα Εσκενάζυ. Πάνω ο Αγάπιος Τομπούλης
για αίτια ούτε και πρότεινε λύσεις. Αυτό απετέλεσε και την αφορμή ώστε να κατηγορηθεί ότι δεν είχε πολιτική άποψη, και άρα ότι υπήρξε το τραγούδι των λούμπεν στοιχείων της κοινωνίας.