Αναγνώστες

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ-ΟΡΦΙΚΗ ΜΥΗΣΗ!

Έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης για το Ζεϊμπέκικο

 Το 1934 είδα αληθινούς ζεϊμπέκηδες που μπαρκάρανε στη Σμύρνη, στο πλοίο που με πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη.
 Πήγαινα να δω τα μωσαϊκά στην Αγία Σοφία, που εκείνο τον καιρό είχε ξεσκεπάσει ο Αμερικανός βυζαντινολόγος Ουίτμορ. Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φτάνει στο χορό.
 Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή.Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8. (…)
 Στα βουνά της Αλβανίας, κοντά στη Φτέρα, άκουσα για πρώτη φορά το ζεϊμπέκικο που τα λόγια του αρχίζουν ως εξής: Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια… Είχα γνωρίσει ως τότε τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζη και ήμουν θαμώνας της στο κέντρο της οδού Δώρου που, πολλές φορές, πήγαινα παρέα με τον βυζαντινολόγο Ξυγγόπουλο , τον Κόντογλου και άλλοτε με τον Τζούλιο Καΐμη.Μα το ζεϊμπέκικο που άκουσα στην Αλβανία ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, που μου απεκάλυπτε μια άλλη πλευρά του ανθρώπου. Το ζεϊμπέκικο και τα ρεμπέτικα υπήρχαν βέβαια, ήδη από το 1900 και οι μεγάλοι του ρεμπέτικου είχαν δημιουργήσει αριστουργήματα. Αλλά οι αστικές προκαταλήψεις είχαν βρει έναν τρόπο να το αποκρύψουν, ακόμη και απ’ αυτούς που τους ενδιέφερε.Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι με τους Έλληνες από τη Μέση Ανατολή, μαζί με το σουίνγκ άρχιζε να ανθίζει με μια νέα βλάστηση, και υπό νέο πνεύμα, το πανάρχαιο ζεϊμπέκικο. Ο κεντρικός του ναός για μας τους Αθηναίους ήταν το κέντρο “Ο Μάριος” σ’ ένα σπίτι της οδού Ίωνος δεύτερο πάτωμα, όπου άκουσα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη. Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή. (…)
Ο χαρακτήρας του ναού εδίδοντο και ενισχύονταν από την αυστηρότητα του διευθυντή που δεν επέτρεπε την παραμικρή σύγκρουση, πολύ περισσότερο το μεγάλο καβγά για παραγγελιές και άλλες ασύμαντες αφορμές. (…)

Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος.
(από τον τόμο Αγαθόν το εξομολογείσθαι, Καστανιώτης 1989) 


©www.visaltis.net - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

(Δε θέλω τα ματάκια σου)

Μουσική & στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης Πρώτη φωνογράφηση: 9 Νοεμβρίου 1946 [COLUMBIA D.G. 6617] Πρώτη εκτέλεση: Νταίζη Σταυροπούλου Ηταν ο μοναδικός μεταπολεμικός δίσκος της Νταίζης Σταυροπούλου (στην άλλη πλευρά το ''Στον Άγιο Κωνσταντίνο''). Μετά το γάμο της εγκατέλειψε το τραγούδι... ΑΝΤΕ ΤΩΡΑ ΝΑ ΣΥΓΚΡΙΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΗΔΙΕΣ

Ευγενικός,Χασκίλ - Τα νιάτα τα μπερμπάντικα

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ο Τσιτσάνης... στο πανεπιστήμιο

Θέμα πανεπιστημιακής διατριβής έγινε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Νίκος Ουρδουλίδης, που σπούδασε στο πανεπιστήμιο Λιτς της Αγγλίας, με διδακτορικό στη Λαϊκή Μουσικολογία, με μεταπτυχιακό στο Κλασικό Τραγούδι, πτυχιούχος της Μουσικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθηγητής πιάνου στο ΤΕΙ Ηπείρου, κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη διπλωματική του εργασία από τις εκδόσεις Ιανός με τίτλο «Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη (1936-1983)». Η επιμέλεια είναι του Κώστα Βλησίδη.Όπως γράφει στον πρόλογο ο Γιώργος Νταλάρας: «Ήταν μια προσδοκία χρόνων, διότι ελάχιστες προσπάθειες επιστημονικής και μουσικολογικής αποτίμησης του λαϊκού τραγουδιού, και ιδιαίτερα του ρεμπέτικου, έχουν γίνει, αφού συνήθως αρκούμαστε στις βιογραφίες των μεγάλων λαϊκών συνθετών και σε χαρακτηρισμούς: υπέροχος, μοναδικός, καταπληκτικός».

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Σπανιο τραγουδι!

Αμαν αμαν γιαιντες. Oποιος μ,ακουει που τραγουδω Αμαν αμαν λεει χαρα πως εχω μαιντεσ αμαν αμαν αμαν. Μα 'γω 'χω στην καρδουλα μου ωχ αμαν αμαν πονους καυμους και τρεφω αμαν αμαν.